Πολύς ο λόγος, πολλά και τα θεωρήματα περί του ιδανικού σεταρίσματος. Και όπως είναι φυσικό, όταν βομβαρδίζεσαι με τόσες “εγκυκλοπαιδικές γνώσεις” τελικά πείθεσαι και το στήνεις όπως σου είπανε. Και επειδή η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, λέμε πως όλα θα πάνε καλά.
Όμως τα πράγματα δεν είναι πάντα τόσο απλά. Ότι όπλο και να έχουμε στα χέρια μας, συμβατικό ή υπερόπλο, κοντό ή μακρύ, “ακούει” στους ίδιους βασικούς κανόνες, και σε αυτούς τους γενικούς κανόνες θα πρέπει να στηριχτούμε για να πετύχουμε το στόχο μας κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να ξέρουμε τι ζητάμε. Τι μας προβληματίζει δηλαδή, πάνω σε στιγμές του ψαρέματος και με βάση αυτό να δουλέψουμε συστηματικά μέχρι να βρούμε λύση. Και λέω συστηματικά, γιατί αν δεν δουλέψουμε με την μέθοδο της παρατήρησης και της καταγραφής, τότε θα πρέπει να στηριχτούμε στην τύχη ή στην "αφέλεια" κάποιων ψαριών που θα τολμήσουν να έρθουν κοντύτερα.
Σε πρώτη φάση, το πρώτο κύριο χαρακτηριστικό που πρέπει να ζητάμε από ένα όπλο (όπως έχουμε πει και θα το λέμε συνεχώς), είναι η ευθυβολία. Και όταν μιλάμε για ευθυβολία, περά από την ετυμολογία της λέξης, εννοούμε ότι η βέργα πρέπει να ’χει μια ανεκτή απόκλιση από το σημείο σκόπευσης τόση ώστε να μην ξεφεύγει από τα ζωτικά
ή σκληρά σημεία του θηράματος, ώστε να σκοτώσουμε ή έστω να καταφέρουμε να κρατήσουμε το ψάρι. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι κανένα μα κανένα όπλο δεν στέλνει την βέργα του απόλυτα ευθεία (πάντα η βέργα διαγράφει μια ελλειπτική τροχιά). Ξεκινά συνήθως με μια τάση να πάει ψηλά στα πρώτα 1,5 με 2 μέτρα, γι αυτό και πολλοί παραπονιούνται ότι χάνουν ψάρια όταν τα έχουν τουφεκίσει από πολύ κοντά (χωρίς όμως αυτό να συμβαίνει σε όλα τα όπλα).
Στην συνεχεία η βέργα πέφτει και ευθυγραμμίζεται με την αρχική σκοπευτική γραμμή. Αυτό το κομμάτι της τροχιάς είναι που μας ενδιαφέρει περισσότερο και είναι χρήσιμο να το γνωρίζουμε. Προς το τέλος, όπως είναι φυσικό, αρχίζει η πτωτική πορεία της. Αυτή η τροχιά που σας περιέγραψα μόλις, είναι η ιδανική γιατί σε όλη την πορεία της η βέργα δεν απομακρύνετε πολύ από τη απολυτή ευθεία. Μια άλλη πορεία που μπορεί να ακολουθήσει μια βέργα, είναι η πορεία της «φουνταριστής» όπως την χαρακτηρίζω - για να μην χάνουμε και το χιούμορ
μας - κατά την οποία η μύτη της βέργας κρατάει σχετικά καλά την πορεία, ενώ η ουρά της είναι συνεχώς κρεμασμένη. Το μεγάλο μειονέκτημα αυτής της πορείας, είναι ότι έχει πολύ χαμηλή ικανότητα διάτρησης. Κακή επίσης τροχιογραμμή που θα πρέπει να επέμβουμε για να διορθώσουμε, είναι η «βουτηχτή».
Η βέργα δηλαδή να αρχίσει την καθοδική της πορεία αμέσως μετά την απελευθέρωσή της. Σπανιότερη αλλά όχι απίθανη, είναι η «φευγάτη». Η βέργα μας σε αυτό το είδος πορείας από
τα μέσα της διαδρομής της και μετά, ακολουθεί μια έντονα ανοδική πορεία. Κύριος στόχος μας λοιπόν μέσα απ’ τις δόκιμες και τροποποιήσεις που θα κάνουμε, είναι να πετύχουμε όσο δυνατόν μια τροχιά πιο κοντά σ’ αυτήν του πρώτου σεναρίου. Τάσεις προς τα δεξιά ή αριστερά του στόχου, συνήθως αφορούν κακό κράτημα του όπλου, στραβή βέργα ή ακόμη και στραβό όπλο. Πάμε λοιπόν να δούμε τι θέλουμε να πετύχουμε. Για παράδειγμα, από ένα συμβατικό 90αρι θα απαιτήσουμε η απόκλιση να μη ξεπερνά σε καμμία περίπτωση τα 2 με 2,5 εκατοστά στα 3 μετρά βολής. Ενώ για ένα σχετικά μεγάλο όπλο, σεταρισμένο ας πούμε με 2x17,5αρια και μια 7αρα βέργα, λέμε πως στα 4 μέτρα το να χάνει 3-4 η και 5 ακόμα εκατοστά από το σημείο σκόπευσης, είναι μέσα στα λογικά πλαίσια και είναι μια ικανοποιητική απόκλιση.
Αυτό βέβαια όταν μιλάμε για ευμεγέθη θηράματα που το πλάτος τους είναι ίσο ή και ξεπερνά τα 15 εκατοστά ώστε με τις αποκλίσεις που προείπαμε θα είμαστε βέβαιοι ότι θα πιάσουμε ψαχνό και θα έχουμε πολλές πιθανότητες να κρατήσουμε το ψάρι. Για φανταστείτε όμως ένα μικρότερο σε μέγεθος ψάρι όπως ένα λαβράκι 1,5 ή και 2 κιλά που έχει μικρότερο πλάτος από 15 εκατοστά... το χάσαμε. Δεν συζητάμε βέβαια για απόκλιση της τάξης των 10 εκατοστών από το σημείο σκόπευσης και η οποία είναι πολύ συνηθισμένη σε τέτοιες αποστάσεις. Είναι υπέρ αρκετή για να αστοχήσουμε ή να κακοχτυπήσουμε ακόμη και 10κιλο ψάρι.
Τρανταχτό παράδειγμα σε τεστ μεγάλων όπλων που έγινε στην Ξάνθη στο παρελθόν, το ποσοστό επιτυχίας ενός 10κιλου ψαριού από αυτήν την απόσταση άγγιξε το 20%. Πιο απλά, 4 στους 20 μόνο βρήκαν ικανοποιητικά τον στόχο. Σίγουρα βέβαια η ευθύνη δεν βαραίνει εξ ολοκλήρου το κακό σετάρισμα, πολύ μεγάλη πιθανότητα υπάρχει να φταίμε κι εμείς. Στο συγκεκριμένο άρθρο όμως θα εξετάσουμε την ευθύνη του όπλου και πως θα την περιορίσουμε.
Η διαδικασία δοκιμής, θα πρέπει να ξέρουμε ότι μπορεί να διαρκέσει έως και αρκετές ώρες...
Πάμε λοιπόν να δούμε τι πρέπει να έχουμε μαζί μας και τι πρέπει να κάνουμε για να σετάρουμε σωστά ένα όπλο. Χρειαζόμαστε κατ αρχήν το όπλο μας. Χρειαζόμαστε λάστιχα διαφόρων διαμετρημάτων, αλλά προσοχή, τα λάστιχα πρέπει νάνε στρωμένα, δηλαδή δουλευμένα. Ποτέ καινούργια, αλλά ούτε και πολύ παλιά. Χρειαζόμαστε επίσης βέργες, εννοείται απόλυτα ίσιες, κατά προτίμηση καινούριες (όλα αυτά βέβαια στο βαθμό που ο καθένας έχει την δυνατότητα). Εδώ για να διευκολύνω την κατάσταση, να σας πω ότι αν μαζευτούμε 2-3 φίλοι κι ο καθένας φέρει τα δικά του, τότε είναι εφικτή η δοκιμή, αφού θα έχουμε ικανοποιητικό αριθμό για να δοκιμάσουμε και να βγάλουμε συμπεράσματα. Το πιο σημαντικό όμως που μπορεί να βγει σαν συμπέρασμα από τα περισσότερα άτομα είναι η διασταύρωση των απόψεων για το ίδιο όπλο, μειώνοντας έτσι κατά πολύ το προσωπικό στοιχείο τόσο στην άποψη όσο και στο λάθος που προέρχεται από εμάς και όχι από το όπλο!
Επίσης θα χρειαστούμε έναν στόχο, ο όποιος θα μπορούσε να είναι για παράδειγμα ένα 4λιτρο μπιτόνι γεμάτο με άμμο ή ένα κομμάτι εξιλασμένης πολυστερίνης (το λεγόμενο φιμπράμ ή ντάου). Θα χρειαστούμε επίσης, ένα κομμάτι διαβαθμισμένο σχοινί ανά μισό μετρό, που συνολικά θα φτάνει τα 6 μέτρα περίπου κι αν είναι δυνατόν, ένα αδιάβροχο μπλοκάκι καταδύσεων για σημειώσεις με ένα απλό μολυβάκι. Το βάθος που πρέπει να στηθεί ο στόχος στην περίπτωση που
το όπλο ψαρεύει και βαθιά, θα πρέπει να είναι περίπου στα 10 μέτρα. Εάν το όπλο δουλεύει συνήθως ρηχότερα, τότε τα 3-4 μέτρα είναι καλά. Η διαδικασία αυτή, θα πρέπει να ξέρουμε ότι μπορεί να διαρκέσει έως και αρκετές ώρες, θα πρέπει λοιπόν να την δούμε σαν ένα παιχνίδι (ξέρετε, απόμερη παράλια, ομπρέλα φραπεδιά για να παίρνουμε και λίγο γεύση στο μπες-βγες, τα βασικά εργαλεία και... αρκετή διάθεση). Αυτό όμως το παιχνίδι θα δώσει σοβαρά αποτελέσματα και θα ανεβάσει την αυτοπεποίθησή μας, αφού θα μάθουμε που πως και πόσο ρίχνει το όπλο μας χωρίς να μας κυριεύει η αμφιβολία κάθε φορά που βρισκόμαστε μπροστά σε μια δύσκολη η οριακή βολή. Αφού λοιπόν έχουμε οργανώσει όλο το σκηνικό και το σενάριο, πάμε να δούμε πως πρέπει να ετοιμάσουμε το όπλο για την πρώτη προσπάθεια. Το όπλο μας θα πρέπει να έχει το χαμηλότερο σετάρισμα που διαθέτουμε.
Εάν δηλαδή για ένα μονολάστιχο συμβατικό προς δόκιμη έχουμε διαθέσιμα 17,5ρια και 19αρια, θα τοποθετήσουμε πρώτα τα 17,5αρια. Εάν οι βέργες που διαθέτουμε είναι 6,25 και 6,5 πρώτα θα βάλουμε την 6,25. Η μισινέζα μας σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να είναι λεπτότερη από 140αρα. Το αυτό και για ένα μεγάλο διλάστιχο, στο οποίο θα ξεκινήσουμε τοποθετώντας ότι πιο αδύναμο έχουμε. Για παράδειγμα 2x14 με μια 6,5αρα σαν πρώτο στήσιμο και όχι 2x17,5 με 7αρα όπως ίσως κατά γενική ομολογία ακούγεται ως το πιο επικρατέστερο. Ξεκινάμε από λάθος μονοπάτι αν σκεφτόμαστε ότι: έχω δώσει ρε φίλε τόσα χρήματα για να αγοράσω αυτό το σουπερ όπλο και θα πρέπει αυτό να ανταποκριθεί σε ότι του ζητήσω. Με το πρώτο σετάρισμα θα είναι «ψοφίμι». Δεν πρέπει ποτέ να υπερεκτιμάμε ούτε και να υποτιμάμε το όπλο μας. Αντίθετα, θα πρέπει να προσγειωθούμε, να απορρίψουμε όλες τις «σάλτσες» περί απροσμέτρητου βεληνεκούς και τορπιλοδιάτρησης και να συγκεντρωθούμε στο πιο σημαντικό, που όπως είπα από την αρχή είναι η ευθυβολία και
η μικρή διασπορά των βολών μας. Είναι άσκοπο να στέλνεις μια 7αρα με απίστευτη δύναμη, αλλά εκτός στόχου. Οι λόγοι
για τους οποίους ξεκινάμε με το χαμηλότερο σετάρισμα είναι κατ αρχήν για να έχουμε τον απόλυτο έλεγχο της δύναμης και να μη μας «τρομάξει» το όπλο. Και δεύτερον, ανεβάζοντας σταδιακά το σετάρισμα να εντοπίσουμε πιο εύκολα το σημείο εκείνο που από κει και περά αρχίζει η βέργα τα τρελά της.
Ξεκινώντας λοιπόν και αφού έχουν στηθεί τα πάντα, θα πρέπει να δώσουμε αρκετό χρόνο στην χαλάρωση και στην ηρεμία μας. Χωρίς ένταση και άσκοπες κινήσεις, κινούμαστε προς τον βυθό προσομοιάζοντας κάθε μας κίνηση όπως ακριβώς και σε μια ψαρευτική βουτιά. Είναι πολύ σημαντικό, οι βολές που θα ρίξουμε επί στόχου να είναι λιγότερες, αλλά φυσιολογικές χωρίς ένταση και πίεση, παρά να ρίξουμε πολλαπλάσιες βολές με την ελπίδα ότι έτσι θα έχουμε καλύτερη στατιστική καταγραφή λόγω των περισσότερων βολών. Το μόνο που θα καταφέρουμε έτσι, είναι να φύγουμε και πάλι με αμφιβολίες.
Σκοπεύουμε και ρίχνουμε όπως ακριβώς και όταν ψαρεύουμε και σε καμμία περίπτωση με διαφορετικό τρόπο, πχ να χρησιμοποιήσουμε τα σκοπευτικά του όπλου, ενώ στο ψάρεμα δεν τα χρησιμοποιούμε ποτέ. Η πρώτη βολή θα πρέπει να γίνει από τα 2 μέτρα και πρέπει να επαναληφθεί τουλάχιστον 2 φορές. Το αποτέλεσμα καταγράφεται σε ένα ζωγραφισμένο στόχο πάνω στο μπλοκάκι ενώ στη συνέχεια αναλαμβάνουν οι φίλοι μας να ρίξουν με το ίδιο όπλο και επίσης καταγράφουμε τα σημεία με διαφορετικό σχήμα για τον καθένα, έτσι ώστε να μπορέσουμε να εντοπίσουμε και άλλες ιδιαιτερότητες του καθενός
εάν υπάρχουν. Ο στόχος στη συνέχεια απομακρύνεται στα 3 μέτρα και ακολουθούμε την ιδία διαδικασία και καταγραφή, μετά στα 3,5 μέτρα, στα 4 και αν χρειαστεί και περισσότερα, όσο η βέργα μας μπορεί να πλήττει με ανεκτή απόκλιση τον στόχο.
Αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία από όλους και καταγραφούν οι βολές, τότε είμαστε σε θέση να αποτυπώσουμε με σαφήνεια και σιγουριά την τροχιά της βέργας και τις αποκλίσεις της από την απόλυτη ευθεία.
Επόμενο βήμα είναι να ανεβάσουμε το πάχος της βέργας σε 6,75 χωρίς να πειράξουμε τα λάστιχα και ακολουθούμε την ίδια διαδικασία. Προσοχή, μην βαρεθείτε να τηρήσετε την σειρά δοκίμων, γιατί η εμπειρία που θα αποκτήσετε είναι πολύτιμη και σίγουρα δεν υπάρχει πουθενά γραμμένη.
Αμέσως μετά έρχεται η ώρα να ανεβάσουμε λίγο την ισχύ και λέω λίγο γιατί θα αλλάξουμε μόνο το ένα λάστιχο κι έτσι για παράδειγμα θα έχουμε ένα 1x14 και 1x16 να συνεργάζονται για να σπρώξουν την βέργα μας.
Και πάλι η ιδία διαδικασία από 2 τουλάχιστον βολές ο καθένας σε κάθε απόσταση και οπωσδήποτε καταγραφή και ούτω καθεξής...
Τα λάστιχα θα γίνουν 2x16 με ίδια βέργα, μετά θα βάλουμε την 7αρα και αφού ολοκληρώσουμε την διαδικασία θα ανεβάσουμε την ισχύ με 1x17,5 να συνδυαστεί με 1x16 και την ιδία βέργα. Στο τέλος θα δώσουμε το θεωρητικά μάξιμουμ σετάρισμα με 2x17,5 και την 7αρα. Και όταν πια θα τελειώσουμε, το μπλοκάκι μας θα είναι σε θέση να μας πει εγγυημένα, χωρίς θεωρήματα αλλά μόνο με αποδείξεις, πως να αφήσουμε σεταρισμένο το όπλο για να έχουμε καλυτέρα αποτελέσματα. Τουλάχιστον όσο αφορά την στόχευση. Γενικά όμως, καλό είναι να μην τολμάμε βολές στα όρια για τον απλούστατο λόγο ότι οι πιθανότητες να χτυπήσουμε το ψάρι και ακόμα δυσκολότερο να το κρατήσουμε είναι παρά πολύ μικρές όχι μόνο από θέμα απόκλισης, αλλά και από θέμα ταχύτητας. Το ψάρι κινείται και αντιδρά, ο στόχος πάλι, όχι. Δεν είναι σωστό για μια πιθανότητα στις δέκα να αφήνουμε σκισμένα και τραυματισμένα τα υπόλοιπα 9 ψάρια. Την σκανδάλη την πιέζουμε μόνο όταν είμαστε σίγουροι και μέσα από μια τέτοια διαδικασία, θα είμαστε πολύ πιο σίγουροι από πριν!
Αν δεν θέλουμε λοιπόν να αφήσουμε στην τύχη την αποτελεσματικότητα του όπλου μας,
θα πρέπει να υποστούμε αυτή την διαδικασία. Γιατί αν περιμένουμε να αποκτήσουμε αυτήν την εμπειρία από πραγματικά σκηνικά σε καρτερίσια ψάρια
με την συχνότητα μάλιστα που αυτά εμφανίζονται στον μέσο ψαροτουφεκά, ή να στηριχθούμε σε ανώνυμες ή και επώνυμες προτάσεις, το πιο πιθανό είναι να απογοητευτούμε και φυσικά να χάσουμε την αυτοπεποίθησή μας.
Καλό βόλι λοιπόν...
(το άρθρο έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό ΒΥΘΟΣ)